- βολίζω
- -ισα, ρίχνω βολίδα στη θάλασσα, για να μετρήσω το βάθος της, σκανταγιάρω.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βολίζω — (AM βολίζω) ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος της θάλασσας νεοελλ. βόλισον ναυτικό παράγγελμα προς τον ναύτη στον οποίο έχει ανατεθεί η καταμέτρηση του βάθους της θάλασσας, όταν το πλοίο περνάει από επικίνδυνους διαύλους μσν. βολίζομαι βυθίζομαι … Dictionary of Greek
βολίσῃ — βολίζω heave the lead aor subj mid 2nd sg βολίζω heave the lead aor subj act 3rd sg βολίζω heave the lead fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολιζέτω — βολίζω heave the lead pres imperat act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολισθέντος — βολίζω heave the lead aor part pass masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολίζειν — βολίζω heave the lead pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολίζονται — βολίζω heave the lead pres ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολίζων — βολίζω heave the lead pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βολίσαντες — βολίζω heave the lead aor part act masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βουλιάζω — και βουλώ 1. βυθίζω, καταποντίζω 2. βυθίζομαι, καταποντίζομαι 3. εξολοθρεύω, καταστρέφω 4. καταστρέφομαι οικονομικά ή ηθικά 5. (για περιοχή) υποχωρώ, κατακαθίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Το βουλιάζω είτε προήλθε < βολίζω* («ρίχνω τη βολίδα, εξετάζω το βάθος… … Dictionary of Greek
-ιάζω — κατάληξη ρημάτων τής Νέας Ελληνικής, η οποία εμφανίζεται: α) σε ρήματα που έχουν σχηματιστεί με την αρχ. κατάλ. άζω και προέρχονται από ουσ. ή επίθ. με θεματικό φωνήεν ι [πρβλ. αγιάζω (< άγιος), αιφνιδιάζω (< αιφνίδιος), εφοδιάζω (<… … Dictionary of Greek